καρπογόνος

καρπογόνος
καρπογόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φέρει καρπό, ο καρποφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρπογόνον
η καρπογονία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος ζωο-γόνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρπογόνους — καρπόγονος bearing fruit masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπογένεθλος — καρπογένεθλος, ον (Α) καρπογόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + γένεθλος (< γενέθλη, γένεθλον < γίγνομαι), πρβλ. καλλι γένεθλος, υψι γένεθλος] …   Dictionary of Greek

  • καρπογονώ — καρπογονῶ, έω (Α) [καρπογόνος] παράγω καρπό …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • ՊՏՂԱԾԻՆ — ( ) NBH 2 0664 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 13c ա. καρπόγονος fructifer, frugifer, foecundus. Որ ծնանի այս ինքն տայ զպտուղ, զբերս իւր. եւ բարեբեր. բեղնաւոր. *Անդաստան արգասաւորական պտղածին: Տունկս պտղածինս, մրգամատոյցս. Նար. ՟Լ՟Ա.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”